- κοινολόγημα
- το, -ατος1. αυτό που κοινολογείται, διάδοση.2. ασήμαντος λόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοινολόγημα — το 1. καθετί που λέγεται δημόσια, που κοινολογείται 2. κοινός λόγος, ασήμαντος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Δ. Μεγδάνη] … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek